βουδικός

βουδικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούδας. Η λ. βουδδικός μαρτυρείται από το 1847 στον Γεώργ. Τυπάλδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”